ταχιστοσκοπικός

ταχιστοσκοπικός
ή, -ό, Ν
ο σχετικός με το ταχιστοσκόπιο («ταχιστοσκοπικές μέθοδοι» — οι μέθοδοι που περιλαμβάνουν τη χρήση ταχιστοσκοπίου).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”